Greek Meaning of compound
σύνθετο
Other Greek words related to σύνθετο
- κράμα
- Αμάλγαμα
- συγχώνευση
- μίγμα
- συνδυασμός
- μίγμα
- Μείγμα
- σύνθεση
- ανάμειξη
- ποικιλία
- ανάμιξη
- Κοκτέιλ
- σύνθετος
- Γαλάκτωμα
- σύντηξη
- ανάμειξη
- Συνένωση
- απορρόφηση
- συσσώρευση
- συσσωμάτωση
- συνένωση
- συνασπισμός
- Μίγμα
- κομπόστ
- Συγκέντρωση
- συσσωμάτωμα
- Μισό μισό
- κατακερματισμός
- μίγμα
- Ομοιογενοποίηση
- ανακάτωμα
- ανάμιξη
- Ενσωμάτωση
- ενοποίηση
- ανάμειξη
- ανακάτεμα
- μεντλέι
- ανακατεύω
- Συγχώνευση
- συγχώνευση
- μίξη
- μυστήριο
- ποικιλόμορφος
- Πατσγουόρκ
- Ποτ-πουρί
- ποικιλία
- ανάμιξη
- ανάμειξη
- μίγμα
- Συγχώνευση
Nearest Words of compound
- compound control => σύνθετος έλεγχος
- compound eye => Σύνθετος οφθαλμός
- compound fraction => Κλάσμα κραμάτων
- compound fracture => Ανοιχτό κάταγμα
- compound interest => Σύνθετα επιτόκια
- compound leaf => σύνθετο φύλλο
- compound lens => Σύνθετος φακός
- compound lever => Σύνθετος μοχλός
- compound microscope => Σύνθετο μικροσκόπιο
- compound morphology => Σύνθετη μορφολογία
Definitions and Meaning of compound in English
compound (n)
a whole formed by a union of two or more elements or parts
(chemistry) a substance formed by chemical union of two or more elements or ingredients in definite proportion by weight
an enclosure of residences and other building (especially in the Orient)
compound (v)
make more intense, stronger, or more marked
put or add together
calculate principal and interest
create by mixing or combining
combine so as to form a whole; mix
compound (a)
composed of more than one part
compound (s)
consisting of two or more substances or ingredients or elements or parts
composed of many distinct individuals united to form a whole or colony
FAQs About the word compound
σύνθετο
a whole formed by a union of two or more elements or parts, (chemistry) a substance formed by chemical union of two or more elements or ingredients in definite
κράμα,Αμάλγαμα,συγχώνευση,μίγμα,συνδυασμός,μίγμα,Μείγμα,σύνθεση,ανάμειξη,ποικιλία
συνιστώσα,Στοιχείο,συστατικό,συστατικό
compotiers => Φρουτιέρες, compotier => Κομποτιέρα, compote => Κομπόστα, composure => Ψυχραιμία, compost pile => Κοποστοσωρός,