Greek Meaning of compound fraction
Κλάσμα κραμάτων
Other Greek words related to Κλάσμα κραμάτων
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of compound fraction
- compound fracture => Ανοιχτό κάταγμα
- compound interest => Σύνθετα επιτόκια
- compound leaf => σύνθετο φύλλο
- compound lens => Σύνθετος φακός
- compound lever => Σύνθετος μοχλός
- compound microscope => Σύνθετο μικροσκόπιο
- compound morphology => Σύνθετη μορφολογία
- compound number => Σύνθετος αριθμός
- compound pendulum => Σύνθετο εκκρεμές
- compound pistil => Σύνθετο ύπερο
Definitions and Meaning of compound fraction in English
compound fraction (n)
a fraction with fractions in the numerator or denominator
FAQs About the word compound fraction
Κλάσμα κραμάτων
a fraction with fractions in the numerator or denominator
No synonyms found.
No antonyms found.
compound eye => Σύνθετος οφθαλμός, compound control => σύνθετος έλεγχος, compound => σύνθετο, compotiers => Φρουτιέρες, compotier => Κομποτιέρα,