Greek Meaning of compost

κομπόστ

Other Greek words related to κομπόστ

Definitions and Meaning of compost in English

Wordnet

compost (n)

a mixture of decaying vegetation and manure; used as a fertilizer

Wordnet

compost (v)

convert to compost

FAQs About the word compost

κομπόστ

a mixture of decaying vegetation and manure; used as a fertilizer, convert to compost

απορρόφηση,ανάμιξη,συνένωση,Συγκέντρωση,Ομοιογενοποίηση,Ενσωμάτωση,ενοποίηση,ανάμειξη,Συγχώνευση,συγχώνευση

συνιστώσα,Στοιχείο,συστατικό,συστατικό

compos-mentis => Σύμφωνου νου, compositor's case => Κουτί συνθέτη, compositor => συνθέτης, compositional => συνθετικός, composition board => Συνθετική σανίδα,