Greek Meaning of compost
κομπόστ
Other Greek words related to κομπόστ
- απορρόφηση
- ανάμιξη
- συνένωση
- Συγκέντρωση
- Ομοιογενοποίηση
- Ενσωμάτωση
- ενοποίηση
- ανάμειξη
- Συγχώνευση
- συγχώνευση
- μίξη
- μίγμα
- Μείγμα
- ανάμιξη
- ανάμειξη
- συσσώρευση
- ανάμειξη
- κράμα
- Αμάλγαμα
- συγχώνευση
- ποικιλία
- μίγμα
- συνασπισμός
- Κοκτέιλ
- Μίγμα
- σύνθετος
- σύνθετο
- Γαλάκτωμα
- σύντηξη
- Μισό μισό
- κατακερματισμός
- μίγμα
- ανακάτωμα
- ανάμιξη
- ανακάτεμα
- μεντλέι
- μυστήριο
- Πατσγουόρκ
- Ποτ-πουρί
- σύνθεση
- ποικιλία
- ανάμεικτος
- μίγμα
- Συγχώνευση
- συσσωμάτωση
- συνδυασμός
- συσσωμάτωμα
- ανάμειξη
- ανακατεύω
- ποικιλόμορφος
- Συνένωση
Nearest Words of compost
- compos-mentis => Σύμφωνου νου
- compositor's case => Κουτί συνθέτη
- compositor => συνθέτης
- compositional => συνθετικός
- composition board => Συνθετική σανίδα
- composition => σύνθεση
- compositeness => σύνθεση
- composite school => Δημοτικό σχολείο
- composite plant => Σύνθετο φυτό
- composite order => Σύνθετος ρυθμός
Definitions and Meaning of compost in English
compost (n)
a mixture of decaying vegetation and manure; used as a fertilizer
compost (v)
convert to compost
FAQs About the word compost
κομπόστ
a mixture of decaying vegetation and manure; used as a fertilizer, convert to compost
απορρόφηση,ανάμιξη,συνένωση,Συγκέντρωση,Ομοιογενοποίηση,Ενσωμάτωση,ενοποίηση,ανάμειξη,Συγχώνευση,συγχώνευση
συνιστώσα,Στοιχείο,συστατικό,συστατικό
compos-mentis => Σύμφωνου νου, compositor's case => Κουτί συνθέτη, compositor => συνθέτης, compositional => συνθετικός, composition board => Συνθετική σανίδα,