Greek Meaning of motley
ποικιλόμορφος
Other Greek words related to ποικιλόμορφος
- διάφορα
- ποικίλος
- εκλεκτικός
- μικτός
- ποικίλω
- χαοτικός
- ετερογενής
- αδιάκριτος
- ακατάστατος
- διάφορα
- Πατσγουόρκ
- νεροχύτης
- κουρελιασμένος
- ενωμένος
- μικτός
- ακατάστατο
- συνδυασμένος
- σύνθετος
- μπερδεμένος
- αποδιοργανωμένος
- αχτένιστος
- ατημέλητος
- ακατάστατος
- διαφορετικός
- αποκλίνων
- Υβρίδιο
- μπλεγμένος
- σκορπισμένα
- Καρακάξα
- πολλαπλή
- αναμεμιγμένα
- μπερδεμένος
- πολυποίκιλος
- πολλαπλές
- πολυπλέκτης
- αμέτρητος
- άσπρος με μαύρες βούλες
- ετερόκλητος
- διάφορα
- διάφοροι
- μικτός
- αναμεμειγμένος
Nearest Words of motley
Definitions and Meaning of motley in English
motley (n)
a collection containing a variety of sorts of things
a garment made of motley (especially a court jester's costume)
a multicolored woolen fabric woven of mixed threads in 14th to 17th century England
motley (v)
make something more diverse and varied
make motley; color with different colors
motley (s)
consisting of a haphazard assortment of different kinds
having sections or patches colored differently and usually brightly
motley (a.)
Variegated in color; consisting of different colors; dappled; party-colored; as, a motley coat.
Wearing motley or party-colored clothing. See Motley, n., 1.
motley (n.)
Composed of different or various parts; heterogeneously made or mixed up; discordantly composite; as, motley style.
A combination of distinct colors; esp., the party-colored cloth, or clothing, worn by the professional fool.
Hence, a jester, a fool.
FAQs About the word motley
ποικιλόμορφος
a collection containing a variety of sorts of things, a garment made of motley (especially a court jester's costume), a multicolored woolen fabric woven of mixe
διάφορα,ποικίλος,εκλεκτικός,μικτός,ποικίλω,χαοτικός,ετερογενής,αδιάκριτος,ακατάστατος,διάφορα
Ομοιογενής,ίδιος,στολή,διακριτός,διακριτικός,ταυτόσημος,άτομο,σαν,μονολιθικός,ξεχωριστό
motivo => κίνητρο, motivity => Κινητικότητα, motiveless => αδικαιολόγητος, motive power => κινητήριος δύναμη, motive => κίνητρο,