Greek Meaning of monolithic

μονολιθικός

Other Greek words related to μονολιθικός

Definitions and Meaning of monolithic in English

Wordnet

monolithic (s)

imposing in size or bulk or solidity

characterized by massiveness and rigidity and total uniformity

Webster

monolithic (a.)

Of or pertaining to a monolith; consisting of a single stone.

FAQs About the word monolithic

μονολιθικός

imposing in size or bulk or solidity, characterized by massiveness and rigidity and total uniformityOf or pertaining to a monolith; consisting of a single stone

αστρονομικός,αστρονομικός,κολοσσιαίος,Κοσμικό,τεράστιος,γιγάντιος,ηρωικός,τεράστιος,μαμούθ,τερατώδης

λεπτό,μικρός,μισή πίντα,απειροελάχιστος,λιλιπούτειος,μικροσκοπικός,μικροσκοπικός,μίνι,μινιατούρα,αμελητέος - ελάχιστος

monolithal => Μονολιθικός, monolith => Μονόλιθος, monolingually => Μονογλωσσικός, monolingual => Μονογλωσσικό, monolatry => Μονολατρεία,