Greek Meaning of ample
άφθονος
Other Greek words related to άφθονος
- γενναιόδωρος
- άφθονο
- πολύ
- άφθονος
- επαρκής
- άφθονα
- άφθονος
- άνετος
- αρκετά
- επιπλέον
- φιλελεύθερος
- άφθονος
- ικανός
- όλα τα είδη
- άφθονος
- ανθισμένος
- άφθονος
- γόνιμος
- γόνιμος
- καρποφόρος
- αφθονη
- αφθονία
- σπάταλος
- πολυτελής
- υπερχειλίζων
- παχουλός
- σπάταλος
- άφθονος
- Πολύκαρπος
- πλήρης
- πλούσιος
- διαδεδομένος
- υπαριθμητικός
- πλεόνασμα
- σφύζων
- πλούσιος
- άφθονα
- κέρας της Αμάλθειας
- πάρα πολλά
Nearest Words of ample
Definitions and Meaning of ample in English
ample (a)
more than enough in size or scope or capacity
ample (s)
affording an abundant supply
fairly large in size
ample (a.)
Large; great in size, extent, capacity, or bulk; spacious; roomy; widely extended.
Fully sufficient; abundant; liberal; copious; as, an ample fortune; ample justice.
Not contracted of brief; not concise; extended; diffusive; as, an ample narrative.
FAQs About the word ample
άφθονος
more than enough in size or scope or capacity, affording an abundant supply, fairly large in sizeLarge; great in size, extent, capacity, or bulk; spacious; room
γενναιόδωρος,άφθονο,πολύ,άφθονος,επαρκής,άφθονα,άφθονος,άνετος,αρκετά,επιπλέον
Γυμνός,ανεπαρκής,Ανεπαρκής,έλλειψη,πενιχρός,ελάχιστος,αραιός,εφεδρικό,θέλοντας,ανεπαρκής
ampicillin => Αμπικιλλίνη, amphotericin => Αμφότεριμα, amphoteric => αμφοτερίζων, amphoric => Αμφοροειδής, amphoral => αμφοροειδής,