Greek Meaning of lavish
σπάταλος
Other Greek words related to σπάταλος
- υπερβολικός
- εξωφρενικός
- ακραίο
- τρελός
- απότομος
- μπαρόκ
- διαβολικός
- ατελείωτος
- υπερβολικός
- φανταχτερός
- υπερβολικός
- άπειρος
- υπερβολικός
- ανυπόφορος
- υπερβολικός
- ληξιπρόθεσμο
- πλεγμονώδης
- επιβλητικός
- ανήθικος
- αδικαιολόγητος
- Λίγο πολύ
- απεριόριστος
- αμέτρητος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- απεριόριστος
- Υπερβολικά εξωφρενικός
- υπερβολικά
- υπεροπτικός
- άκαμπτος
- παχύς
- ανυπόφορος
- αδικαιολόγητο
- αδυσώπητος
- ανάρμοστος
- αδικαιολόγητος
Nearest Words of lavish
Definitions and Meaning of lavish in English
lavish (v)
expend profusely; also used with abstract nouns
lavish (s)
very generous
characterized by extravagance and profusion
lavish (a.)
Expending or bestowing profusely; profuse; prodigal; as, lavish of money; lavish of praise.
Superabundant; excessive; as, lavish spirits.
lavish (v. t.)
To expend or bestow with profusion; to use with prodigality; to squander; as, to lavish money or praise.
FAQs About the word lavish
σπάταλος
expend profusely; also used with abstract nouns, very generous, characterized by extravagance and profusionExpending or bestowing profusely; profuse; prodigal;
υπερβολικός,εξωφρενικός,ακραίο,τρελός,απότομος,μπαρόκ ,διαβολικός,ατελείωτος,υπερβολικός,φανταχτερός
ανεπαρκής,Ανεπαρκής,μέτριος,σεμνός,λογικός,ανεπαρκής,μέτριος,ελάχιστος,ελάχιστος,εύκρατο
laving => στοργικός, lavic => λαβικός, laverock => Κοκκινολαίμης, laver => νιπτήρας, lavender-tinged => χρωματισμένος με λεβάντα,