Greek Meaning of lavour
εργασία, υπηρεσία
Other Greek words related to εργασία, υπηρεσία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lavour
- lavrenti pavlovich beria => Λαυρέντι Μπέρια
- lavrock => Λαβροκ
- law => νόμος
- law agent => Νομικός αντιπρόσωπος
- law court => Δικαστήριο
- law degree => Πτυχίο νομικής
- law enforcement => επιβολή του νόμου
- law enforcement agency => υπηρεσία επιβολής του νόμου
- law firm => Δικηγορικό γραφείο
- law merchant => εμπορικό δίκαιο
Definitions and Meaning of lavour in English
lavour (n.)
A laver.
FAQs About the word lavour
εργασία, υπηρεσία
A laver.
No synonyms found.
No antonyms found.
lavoltateer => εθελοντής, lavolta => Λαβόλτα, lavoisier => Λαβουαζιέ, lavishness => σπατάλη, lavishment => σπατάλη,