Greek Meaning of lavishly
πλουσιοπάροχα
Other Greek words related to πλουσιοπάροχα
- αφειδώς
- γενναιόδωρα
- Προσεκτικά
- καλά
- άφθονα
- άφθονα
- χαρούμενα
- προσεκτικά
- ωραία
- φιλόξενα
- παρακαλώ
- ελευθέρως
- γενναιόδωρα
- ωραία
- λογικά
- ανεπιφύλακτα
- ευγενικά
- Αλτρουιστικά
- φιλικά
- ευεργετικά
- Φιλάνθρωπα
- φιλάνθρωπα
- χαρούμενα
- συμπάθεια
- θερμά
- ευγενικά
- φιλικά
- φιλικά
- καλοπροαίρετα
- ευγενώς
- με ανθρώπινο τρόπο
- γενναιόδωρα
- φιλανθρωπικά
- ανιδιοτελώς
- γλυκά
- απρόθυμα
- ανιδιοτελώς
- άνετα
- ελεύθερα
- γενναιόδωρα
Nearest Words of lavishly
Definitions and Meaning of lavishly in English
lavishly (r)
in a wasteful manner
in a rich and lavish manner
lavishly (adv.)
In a lavish manner.
FAQs About the word lavishly
πλουσιοπάροχα
in a wasteful manner, in a rich and lavish mannerIn a lavish manner.
αφειδώς,γενναιόδωρα,Προσεκτικά,καλά,άφθονα,άφθονα,χαρούμενα,προσεκτικά,ωραία,φιλόξενα
ψυχρά,περιφρονητικά,ήρεμα,με περιφρόνηση,προκλητικά,αγενώς,περιφρονητικά,φειδωλά,θυμωμένα,πολεμοχαρής
lavishing => σπάταλος, lavisher => σπάταλος, lavished => σπάταλος, lavish => σπάταλος, laving => στοργικός,