Greek Meaning of cooly

Ψυχρά

Other Greek words related to Ψυχρά

Definitions and Meaning of cooly in English

Wordnet

cooly (n)

(ethnic slur) an offensive name for an unskilled Asian laborer

FAQs About the word cooly

Ψυχρά

(ethnic slur) an offensive name for an unskilled Asian laborer

ειλικρινά,τυχαία,ειλικρινά,αδιάφορα,ελεύθερα,πραγματικά,ειλικρινά,ανεπίσημα,ανοικτά,απλά

επιδεικτικά,επιδέξια,τεχνητά,μεθοδικά,απατηλά,παραπλανητική,με ανεντιμότητα,ψευδώς,ανειλικρινά,επιτηδευμένα

cool-white => Ψυχρό λευκό, coolwart => Κουόλουαρτ, coolness => ψυχρότητα, coolly => ήρεμα, cooling tower => Ψυκτικός πύργος,