Greek Meaning of unfeignedly

ειλικρινά

Other Greek words related to ειλικρινά

Definitions and Meaning of unfeignedly in English

Wordnet

unfeignedly (r)

with sincerity; without pretense

FAQs About the word unfeignedly

ειλικρινά

with sincerity; without pretense

πραγματικά,ειλικρινά,αφελή,τυχαία,ελεύθερα,ειλικρινά,αδαώς,αθώα,αφελή,φυσικά

επιδεικτικά,επιδέξια,τεχνητά,απατηλά,παραπλανητική,με ανεντιμότητα,ψευδώς,ανειλικρινά,επιτηδευμένα,έντονα

unfeigned => ειλικρινής, unfeelingness => Αναίσθητος, unfeelingly => αναίσθητα, unfeeling => αναίσθητος, unfed => άθρεπτος,