Greek Meaning of unfetter
απελευθερώνω
Other Greek words related to απελευθερώνω
- απελευθρώνω
- δωρεάν
- απελευθερώνω
- χαλαρώνω
- Απελευθέρωση
- διάσωση
- εκφόρτιση
- απελευθερώνω
- απογοητεύω
- δικαίωμα ψήφου
- διευρύνω
- χαλαρός
- απελευθερώνω
- αποθήκευση
- άνοιξη
- ελευθερώνω
- αποσυνδέω
- απελευθερώνω
- ελευθερώνω
- εγγύηση (έξω)
- παραδίδω
- ελευθερώνω, απαλλάσσω
- Απαλλάσσω
- Αποσυνδέω
- ξεμπερδεύω
- απελευθερώνω
- υπό όρους αποφυλάκιση
- λύτρα
- εξαγοράζω
- αποδέσμευση, ελευθερία
Nearest Words of unfetter
Definitions and Meaning of unfetter in English
unfetter (v. t.)
To loose from fetters or from restraint; to unchain; to unshackle; to liberate; as, to unfetter the mind.
FAQs About the word unfetter
απελευθερώνω
To loose from fetters or from restraint; to unchain; to unshackle; to liberate; as, to unfetter the mind.
απελευθρώνω,δωρεάν,απελευθερώνω,χαλαρώνω,Απελευθέρωση,διάσωση,εκφόρτιση,απελευθερώνω,απογοητεύω,δικαίωμα ψήφου
δέσιμο,περιορίζω,δεσμός,Αναχαιτίζω,δεσμεύω,αλυσοδέσω,χειροπέδες,φυλακίζω,φυλακίζω,φυλακή
unfestlich => αγάλματο, unfertilized => αγονιμοποίητος, unfertilised => Αγονιμοποίητο, unfertile => άγονη, unfermented => μη ζυμωμένο,