Greek Meaning of intern
ασκούμενος
Other Greek words related to ασκούμενος
Nearest Words of intern
- internal => εσωτερική
- internal angle => εσωτερική γωνία
- internal auditor => Εσωτερικός ελεγκτής
- internal auditory artery => Εσωτερική ακουστική αρτηρία
- internal auditory vein => Εσωτερική ακουστική φλέβα
- internal cerebral vein => Φλέβας εγκεφάλου εσωτερική
- internal combustion => Μηχανή εσωτερικής καύσης
- internal control => εσωτερικός έλεγχος
- internal drive => εσωτερική μονάδα δίσκου
- internal ear => Εσωτερικό αυτί
Definitions and Meaning of intern in English
intern (n)
an advanced student or graduate in medicine gaining supervised practical experience (`houseman' is a British term)
intern (v)
deprive of freedom
work as an intern
intern (a.)
Internal.
To put for safe keeping in the interior of a place or country; to confine to one locality; as, to intern troops which have fled for refuge to a neutral country.
FAQs About the word intern
ασκούμενος
an advanced student or graduate in medicine gaining supervised practical experience (`houseman' is a British term), deprive of freedom, work as an internInterna
φυλακίζω,φυλακή,σύλληψη,σύλληψη,aρπάζω,δεσμεύω,περιορίζω,καθυστερώ,φυλακίζω,κανάτα
εκφόρτιση,δωρεάν,απελευθερώνω,Απελευθέρωση,απελευθρώνω,δικαίωμα ψήφου,απελευθερώνω,αποσυνδέω,απελευθερώνω,ελευθερώνω
intermutual => αμοιβαίος, intermutation => Ανταλλαγή, intermuscular => Ενδομυϊκός, intermuring => εντειχισμένο, intermured => εγκλεισμένος,