Greek Meaning of internal ear
Εσωτερικό αυτί
Other Greek words related to Εσωτερικό αυτί
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of internal ear
- internal drive => εσωτερική μονάδα δίσκου
- internal control => εσωτερικός έλεγχος
- internal combustion => Μηχανή εσωτερικής καύσης
- internal cerebral vein => Φλέβας εγκεφάλου εσωτερική
- internal auditory vein => Εσωτερική ακουστική φλέβα
- internal auditory artery => Εσωτερική ακουστική αρτηρία
- internal auditor => Εσωτερικός ελεγκτής
- internal angle => εσωτερική γωνία
- internal => εσωτερική
- intern => ασκούμενος
- internal iliac artery => έσω λαγόνια αρτηρία
- internal iliac vein => Έσω λαγόνια φλέβα
- internal jugular vein => Φλέβα γωνιακή έσω
- internal maxillary artery => εσωτερική γναθική αρτηρία
- internal medicine => Εσωτερική ιατρική
- internal organ => Εσωτερικό όργανο
- internal representation => Εσωτερική αναπαράσταση
- internal respiration => Εσωτερική αναπνοή
- internal revenue => εσωτερικά έσοδα
- internal revenue agent => Εφοριακός ελεγκτής
Definitions and Meaning of internal ear in English
internal ear (n)
a complex system of interconnecting cavities; concerned with hearing and equilibrium
FAQs About the word internal ear
Εσωτερικό αυτί
a complex system of interconnecting cavities; concerned with hearing and equilibrium
No synonyms found.
No antonyms found.
internal drive => εσωτερική μονάδα δίσκου, internal control => εσωτερικός έλεγχος, internal combustion => Μηχανή εσωτερικής καύσης, internal cerebral vein => Φλέβας εγκεφάλου εσωτερική, internal auditory vein => Εσωτερική ακουστική φλέβα,