Greek Meaning of internal organ
Εσωτερικό όργανο
Other Greek words related to Εσωτερικό όργανο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of internal organ
- internal medicine => Εσωτερική ιατρική
- internal maxillary artery => εσωτερική γναθική αρτηρία
- internal jugular vein => Φλέβα γωνιακή έσω
- internal iliac vein => Έσω λαγόνια φλέβα
- internal iliac artery => έσω λαγόνια αρτηρία
- internal ear => Εσωτερικό αυτί
- internal drive => εσωτερική μονάδα δίσκου
- internal control => εσωτερικός έλεγχος
- internal combustion => Μηχανή εσωτερικής καύσης
- internal cerebral vein => Φλέβας εγκεφάλου εσωτερική
- internal representation => Εσωτερική αναπαράσταση
- internal respiration => Εσωτερική αναπνοή
- internal revenue => εσωτερικά έσοδα
- internal revenue agent => Εφοριακός ελεγκτής
- internal revenue service => Υπηρεσία Εσωτερικών Εσόδων
- internal rhyme => Εσωτερική ομοιοκαταληξία
- internal secretion => Ενδοκρινής έκκριση
- internal spermatic artery => εσωτερική σπερματική αρτηρία
- internal-combustion => κινητήρας εσωτερικής καύσης
- internal-combustion engine => Κινητήρας εσωτερικής καύσης
Definitions and Meaning of internal organ in English
internal organ (n)
a main organ that is situated inside the body
FAQs About the word internal organ
Εσωτερικό όργανο
a main organ that is situated inside the body
No synonyms found.
No antonyms found.
internal medicine => Εσωτερική ιατρική, internal maxillary artery => εσωτερική γναθική αρτηρία, internal jugular vein => Φλέβα γωνιακή έσω, internal iliac vein => Έσω λαγόνια φλέβα, internal iliac artery => έσω λαγόνια αρτηρία,