Greek Meaning of disencumber
Απαλλάσσω
Other Greek words related to Απαλλάσσω
Nearest Words of disencumber
- disencumbered => Απαλλαγμένος
- disencumbering => απελευθερώνω
- disencumbrance => αποδέσμευση
- disendow => αφαιρώ την κυριότητα
- disendowment => αποστέρηση ιερού
- disenfranchise => στέρηση δικαιωμάτων
- disenfranchised => αποστερημένοι της εκλογής
- disenfranchisement => αφαίρεση του δικαιώματος ψήφου
- disengage => Αποσυνδέω
- disengaged => ανεμπλοκή
Definitions and Meaning of disencumber in English
disencumber (v)
release from entanglement of difficulty
disencumber (v. t.)
To free from encumbrance, or from anything which clogs, impedes, or obstructs; to disburden.
FAQs About the word disencumber
Απαλλάσσω
release from entanglement of difficultyTo free from encumbrance, or from anything which clogs, impedes, or obstructs; to disburden.
εκφόρτωση,ανακουφίζω,εκφόρτιση,εκκενώνω,εκφορτώνω,ανακουφίζω,ελαφρύνω,εκφόρτωση,αποπακετάρω,σαφής
χρέωση,συμπληρώνω,Φόρτωμα,Πακέτο,στοιβάζω,στοίβα,μαρμελάδα,πράγματα,Γεμάτο
disencrese => Μείωση, disencouragement => αποθάρρυνση, disenclose => ανοίγω, disencharm => απογοητεύω, disenchantment => Απογοήτευση,