FAQs About the word unburden

ελαφρύνω

free or relieve (someone) of a burden, take the burden off; remove the burden fromTo relieve from a burden., To throw off, as a burden; to unload.

εκφόρτωση,ανακουφίζω,εκφόρτιση,Απαλλάσσω,εκκενώνω,ανοίγω,εκφορτώνω,ανακουφίζω,εκφόρτωση,αποπακετάρω

συμπληρώνω,Φόρτωμα,Πακέτο,χρέωση,στοιβάζω,στοίβα,πράγματα,μαρμελάδα,Γεμάτο

unbung => ξεβουλωμένο, unbundle => λύσε δεσμίδα, unbuild => χτίζω, unbuckle => ξεκουμπώνω, unbrushed => αχτένιστος,