FAQs About the word unbutton

Ξεκουμπώνω

undo the buttons ofTo loose the buttons of; to unfasten.

σφίγγω,λύνω,ξεδιπλώνω,ξεδιπλώνω,ξεκλειδώνω,αποσυμπιέζω,Αποσυνδέω,ξεμπαρώνω,Ξεβιδώνω,ξεκουμπώνω

κοντά,κλείνω,μπάρα,δένω,κλειδαριά,μπουλόνι,κουμπί (πάνω),κούμπωμα,μάνταλο

unbusied => απασχολημένος, unbury => ξεθάβω, unburthen => ο αποφορτίζω, unburrow => ξεθάβω, unburnished => αμαύρωτος,