FAQs About the word unclose

ανοίγω

To open; to separate the parts of; as, to unclose a letter; to unclose one's eyes., To disclose; to lay open; to reveal.

ανοιχτό,ξεκλειδώνω,Αποσυνδέω,ολίσθημα,ξεμπαρώνω,Ξεβιδώνω,Ξεκουμπώνω,ξεκουμπώνω,σφίγγω,λύνω

κοντά,κλείνω,μπάρα,μπουλόνι,δένω,κλειδαριά,κουμπί (πάνω),κούμπωμα,μάνταλο

uncloister => αποκλείω, unclogged => Ξεβουλωμένο, unclog => ξεβουλώνω, uncloak => αποκαλύπτω, unclipped => ακούρευτο,