FAQs About the word unlatch

ξεκλειδώνω

To open or loose by lifting the latch; as, to unlatch a door.

ξεμπαρώνω,Ξεβιδώνω,ξεκουμπώνω,λύνω,ξεκλειδώνω,Αποσυνδέω,ανοιχτό,Ξεκουμπώνω,ανοίγω,ξεδιπλώνω

κοντά,κλειδαριά,κλείνω,μπάρα,μπουλόνι,δένω,μάνταλο,κουμπί (πάνω),κούμπωμα

unlash => λύνω, unlap => ξεκουμπώνω, unland => προσγείωση, unlamented => αθρήνητος, unlaid => μη τοποθετημένο,