Greek Meaning of unlatching
ξεκλειδώνοντας
Other Greek words related to ξεκλειδώνοντας
Nearest Words of unlatching
Definitions and Meaning of unlatching in English
unlatching (p. pr. & vb. n.)
of Unlatch
FAQs About the word unlatching
ξεκλειδώνοντας
of Unlatch
ξεβίδωμα,ξεκούμπωμα,ξεκούμπωμα,ξεκλείδωμα,αποσύνδεσης,άνοιγμα,ξεμπλοκάρισμα,ξεκούμπωμα,Χαλάρωση,που δεν κλείνει
κλείσιμο,μπλοκάρισμα,κλείδωμα,κλείνοντας,除非,κεραυνοβολία,σφίγγοντας,στερέωση
unlatched => ξεκλείδωτος, unlatch => ξεκλειδώνω, unlash => λύνω, unlap => ξεκουμπώνω, unland => προσγείωση,