Greek Meaning of clasping
σφίγγοντας
Other Greek words related to σφίγγοντας
- προσκολλημένος
- λίκνισμα
- αγκαλιά
- αγκαλιά της αρκούδας
- συντριπτικός
- Αγκαλιάζει
- περιπτυσσόμενος
- αρπάζοντας
- αρπαγή
- κατοχή
- Τέντωμα
- περιτύλιγμα
- κόρφος
- σφίξιμο
- αγκαλιά
- περιπτυσσόμενος
- περικύκλωση
- αγκαλιάζοντας
- πλέξιμο
- περιβαλλόμενος
- ελικοειδής
- δίπλωμα
- χάδι
- συναρπαστικός
- κλείδωμα
- Πουλί
- χάδι
- χάϊδεμα
- αγκαλιάσματα
- χάδι
- περιπλεγμένος
Nearest Words of clasping
- class => τάξη
- class acrasiomycetes => Τάξη Acrasiomycetes
- class act => Πράξη κλάσης
- class actinozoa => Τάξη Ακτινιοζωών
- class action => Μηναγωγὴ συλλογικῆς ἀγωγῆς
- class amphibia => Αμφίβια
- class angiospermae => η κλάση των αγγειόσπερμων
- class anthoceropsida => Τάξη Anthoceropsida
- class anthozoa => Τάξη Ανθοζωα
- class aphasmidia => Τάξη Αφασμίδια
Definitions and Meaning of clasping in English
clasping (p. pr. & vb. n.)
of Clasp
FAQs About the word clasping
σφίγγοντας
of Clasp
προσκολλημένος,λίκνισμα,αγκαλιά,αγκαλιά της αρκούδας,συντριπτικός,Αγκαλιάζει,περιπτυσσόμενος,αρπάζοντας,αρπαγή,κατοχή
εκφόρτωση,πτώση,απελευθερωτικό,Giving = Δίνοντας,δίνοντας,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,παράδοση,εμπιστευμένος,παράδοση
claspered => αγκισтρωμένο, clasper => Κούμπωμα, clasped => αγκάλιασμα, clasp knife => κλειστό μαχαίρι, clasp => κούμπωμα,