Greek Meaning of embracing
Αγκαλιάζει
Other Greek words related to Αγκαλιάζει
- Επισυναπτόμενος
- οριοθέτηση
- επικοινωνία
- συνδεδεμένος
- περικύκλωση
- περικλείω
- προσχώρησε
- συνδεδεμένος
- περιβάλλον
- ενωμένος
- συνδεόμενο
- περιβαλλοντικό
- κατά προσέγγιση
- γύρω
- Κοντινότερο
- ολοκληρωμένος
- Ξιφασκία
- άμεσος
- επισυνάπτω
- ένταξη
- περιθωριακός
- κοντά
- πλησιέστερος
- δίπλα
- νύχτα
- περιφερικός
- χείλος
- εφαπτομένη
- εφαπτομενική
- διασυνδεόμενος
- όμορος
- παρακείμενος
- γειτονικός
- συνοριακός
- κοντά
- συνορεύων
- Συνεχής
- Πλευρικός
- FLUSH
- κρόσσια
- παρατεθειμένος
- κοντά
- γειτονικός
- χαμηλότερα πατώματος
- συγκινητικός
- συνομόρος
- Ξεχωριστά
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένο
- μακρινό
- μακριά
- απομονώνω
- απομονωμένος
- Μη γειτονικός
- απομακρυσμένος
- αφαιρέθηκε
- ξεχωριστό
- ανύπαντρος
- ανεξάρτητος
- μη συνδεδεμένος
- αυτόνομος
- μη συνεχόμενος
- Άσχετος
- μακριά
- διακοπτόμενος
- διαιρεμένος
- μακριά
- πιο μακριά
- χωρισμένοι
- Επιλεγμένο
- αποκομμένος
- διαχωρίζω
- σπασμένος
- δυσλειτουργικός
- αποκομμένος
- αποσυνδεδεμένος
- Διασπασμένος
- Διαζευγμένος
- μακριά
- Μη συνεχής
- κλαδωτός
- απομακρυσμένο
- ανύδαχτος
- διασπασμένος
Nearest Words of embracing
Definitions and Meaning of embracing in English
embracing (n)
the act of clasping another person in the arms (as in greeting or affection)
embracing (p. pr. & vb. n.)
of Embrace
FAQs About the word embracing
Αγκαλιάζει
the act of clasping another person in the arms (as in greeting or affection)of Embrace
Επισυναπτόμενος,οριοθέτηση,επικοινωνία,συνδεδεμένος,περικύκλωση,περικλείω,προσχώρησε,συνδεδεμένος,περιβάλλον,ενωμένος
Ξεχωριστά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,μακρινό,μακριά,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,απομακρυσμένος,αφαιρέθηκε
embracer => αγκαλιά, embraceor => αγκαλιάζω, embracement => εναγκαλισμός, embraced => αγκαλιάστηκε, embrace => αγκαλιάζω,