Greek Meaning of surrounding

περιβάλλον

Other Greek words related to περιβάλλον

Definitions and Meaning of surrounding in English

Wordnet

surrounding (s)

closely encircling

FAQs About the word surrounding

περιβάλλον

closely encircling

Επισυναπτόμενος,οριοθέτηση,γύρω,επικοινωνία,συνδεδεμένος,Αγκαλιάζει,περικύκλωση,περικλείω,προσχώρησε,συνδεδεμένος

Ξεχωριστά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,μακρινό,μακριά,πιο μακριά,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,απομακρυσμένος

surrounded => περικυκλωμένος, surround => περιβάλλει, surrogate mother => Παρένθετη μητέρα, surrogate => παρένθετη μητέρα, surrey => Σάρρεϋ,