Greek Meaning of ambient

περιβαλλοντικό

Other Greek words related to περιβαλλοντικό

Definitions and Meaning of ambient in English

Wordnet

ambient (s)

completely enveloping

Webster

ambient (a.)

Encompassing on all sides; circumfused; investing.

Webster

ambient (n.)

Something that surrounds or invests; as, air . . . being a perpetual ambient.

FAQs About the word ambient

περιβαλλοντικό

completely envelopingEncompassing on all sides; circumfused; investing., Something that surrounds or invests; as, air . . . being a perpetual ambient.

ατμόσφαιρα,κλίμα,περιβάλλον,περίχωρα,περιβάλλει,το περιβάλλον,σκηνικό,κλίμα,πλαίσιο,τοποθεσία

Ξεχωριστά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,μακρινό,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,απομακρυσμένος,ξεχωριστό,ανύπαντρος

ambience => περιβάλλον, ambidextrousness => αμφοτερόχειρας, ambidextrously => αμφιδέξια, ambidextrous => αμφιδέξιος, ambidextral => αμφιδέξιος,