Greek Meaning of ambient
περιβαλλοντικό
Other Greek words related to περιβαλλοντικό
- Ξεχωριστά
- αποσπασμένος
- αποσυνδεδεμένο
- μακρινό
- απομονώνω
- απομονωμένος
- Μη γειτονικός
- απομακρυσμένος
- ξεχωριστό
- ανύπαντρος
- ανεξάρτητος
- μη συνδεδεμένος
- αυτόνομος
- μη συνεχόμενος
- μακριά
- διακοπτόμενος
- διαιρεμένος
- μακριά
- πιο μακριά
- Μη συνεχής
- αφαιρέθηκε
- Άσχετος
- αποσυνδεδεμένος
- Διασπασμένος
- Διαζευγμένος
- μακριά
- μακριά
- χωρισμένοι
- κλαδωτός
- Επιλεγμένο
- αποκομμένος
- διαχωρίζω
- απομακρυσμένο
- σπασμένος
Nearest Words of ambient
Definitions and Meaning of ambient in English
ambient (s)
completely enveloping
ambient (a.)
Encompassing on all sides; circumfused; investing.
ambient (n.)
Something that surrounds or invests; as, air . . . being a perpetual ambient.
FAQs About the word ambient
περιβαλλοντικό
completely envelopingEncompassing on all sides; circumfused; investing., Something that surrounds or invests; as, air . . . being a perpetual ambient.
ατμόσφαιρα,κλίμα,περιβάλλον,περίχωρα,περιβάλλει,το περιβάλλον,σκηνικό,κλίμα,πλαίσιο,τοποθεσία
Ξεχωριστά,αποσπασμένος,αποσυνδεδεμένο,μακρινό,απομονώνω,απομονωμένος,Μη γειτονικός,απομακρυσμένος,ξεχωριστό,ανύπαντρος
ambience => περιβάλλον, ambidextrousness => αμφοτερόχειρας, ambidextrously => αμφιδέξια, ambidextrous => αμφιδέξιος, ambidextral => αμφιδέξιος,