Greek Meaning of discontinuous
διακοπτόμενος
Other Greek words related to διακοπτόμενος
- διαλείπουσα
- περιστασιακός
- ξαφνικά
- ασύμμετρος
- ανεπίσημος
- ανώμαλος
- επεισοδιακό
- Επεισοδιακός
- ασταθής
- σπασμωδικός
- ακανόνιστος
- σπασμωδικός
- σπαστικός
- κηλιδωτός
- απρόβλεπτος
- ασταθής
- ασταθής
- ασκόπως
- Αρκετός
- σπασμένο
- Καπριτσιόζος
- ελκυστικός
- μεταβλητός
- μεταβλητός
- μεταβλητός
- σπασμωδικός
- αποσπασματικός
- αποσυνδεδεμένο
- διακυμάνσεις
- Ρευστό
- αποσπασματικό
- τυχαίος
- τυχαίος
- ασταθής
- διακοπείσα
- υδραργυρικός
- μεταβλητός
- μονός
- τυχαίος
- διασκορπισμένο
- πρόχειρος
- αδέσποτο
- _ιδιότροπος_
- αβέβαιος
- ανήσυχος
- ασταθής
- μεταβλητή
- μεταβλητός
- τυχαίος
Nearest Words of discontinuous
Definitions and Meaning of discontinuous in English
discontinuous (a)
of a function or curve; possessing one or more discontinuities
not continuing without interruption in time or space
discontinuous (a.)
Not continuous; interrupted; broken off.
Exhibiting a dissolution of continuity; gaping.
FAQs About the word discontinuous
διακοπτόμενος
of a function or curve; possessing one or more discontinuities, not continuing without interruption in time or spaceNot continuous; interrupted; broken off., Ex
διαλείπουσα,περιστασιακός,ξαφνικά,ασύμμετρος,ανεπίσημος,ανώμαλος,επεισοδιακό,Επεισοδιακός,ασταθής,σπασμωδικός
σταθερά,συνεχής,συνήθης,περιοδικός,τακτικός,σταθερός,στολή,ακόμα,Επαναλαμβανόμενος,σταθερός
discontinuor => παύει, discontinuity => ασυνέχεια, discontinuing => διακοπή, discontinuer => διακόπτω, discontinuee => Διακοπέν,