Greek Meaning of occasional
περιστασιακός
Other Greek words related to περιστασιακός
- διαλείπουσα
- ξαφνικά
- ασύμμετρος
- ανεπίσημος
- διακοπτόμενος
- επεισοδιακό
- Επεισοδιακός
- ασταθής
- σπασμωδικός
- ακανόνιστος
- σπασμωδικός
- σπαστικός
- κηλιδωτός
- απρόβλεπτος
- ασταθής
- ασκόπως
- Αρκετός
- σπασμένο
- Καπριτσιόζος
- ελκυστικός
- μεταβλητός
- μεταβλητός
- ανώμαλος
- σπασμωδικός
- αποσπασματικός
- αποσυνδεδεμένο
- διακυμάνσεις
- αποσπασματικό
- τυχαίος
- τυχαίος
- ασταθής
- διακοπείσα
- υδραργυρικός
- μονός
- τυχαίος
- διασκορπισμένο
- πρόχειρος
- αδέσποτο
- _ιδιότροπος_
- αβέβαιος
- ανήσυχος
- ασταθής
- μεταβλητή
- μεταβλητός
- ασταθής
- τυχαίος
Nearest Words of occasional
Definitions and Meaning of occasional in English
occasional (s)
occurring from time to time
occurring or appearing at usually irregular intervals
occurring on a temporary or irregular basis
recurring or reappearing from time to time
occasional (a.)
Of or pertaining to an occasion or to occasions; occuring at times, but not constant, regular, or systematic; made or happening as opportunity requires or admits; casual; incidental; as, occasional remarks, or efforts.
Produced by accident; as, the occasional origin of a thing.
FAQs About the word occasional
περιστασιακός
occurring from time to time, occurring or appearing at usually irregular intervals, occurring on a temporary or irregular basis, recurring or reappearing from t
διαλείπουσα,ξαφνικά,ασύμμετρος,ανεπίσημος,διακοπτόμενος,επεισοδιακό,Επεισοδιακός,ασταθής,σπασμωδικός,ακανόνιστος
σταθερά,συνεχής,συνήθης,περιοδικός,τακτικός,σταθερός,ακόμα,Επαναλαμβανόμενος,σταθερός,στάσιμος
occasionable => περιστασιακός, occasion => περίσταση, occamy => Όκαμι, occam's razor => Ξυράφι του Όκαμ, occam => Όκαμ,