Greek Meaning of catchy
ελκυστικός
Other Greek words related to ελκυστικός
- εξαιρετικό
- επιτακτικός
- δραματικός
- εντυπωσιακός
- αισθητός
- εξέχων
- αξιοσημείωτος
- εντυπωσιακός
- συναρπαστικός
- έντονος
- εμφανής
- εξαίρετος
- τονισμένος
- εντυπωσιακός
- εντυπωσιακός
- άρπαγας
- ενδιαφέρον
- δυνατός
- σημαδεμένος
- θορυβώδης
- Εξαιρετικός
- προφέρεται
- αναγνωρίσιμος
- επιδεικτικός
- πιτσιλίσματος
- ορατός
- απορροφητικός
- καταπληκτικός
- Ανιχνεύσιμο
- διακριτός
- διακριτός
- εξέχον
- απορροφητικός
- συναρπαστικός
- εξωφρενικός
- φανταχτερός
- συναρπαστικός
- κραυγαλέα
- χτυπητός
- ανθηρός
- φανταχτερός
- φανταχτερός
- εκτυφλωτικός
- υψηλοπετών
- τζαζ
- ιδιαίτερος
- επιδεικτικός
- αξιοσημείωτος
- αξιόλογος
- παρατηρήσιμος
- πολυτελής
- περίτεχνος
- επιδεικτικός
- υπερβολικός
- αντιληπτό
- επιτηδευμένος
- συναρπαστικό
- εξέχων
- φωνάζω
- Θεαματικός
- καλοντυμένος
- σικ
- φανταχτερός
- λαμπερό
- επισημασμένος
- Αδύναμος
- κρυμμένος
- διακριτικός
- ασαφής
- λεπτός
- απαρατήρητος
- Διακριτικός
- ασήμαντος
- κρυμμένο
- συντηρητικός
- αχνός
- ασήμαντος
- σεμνός
- απλός
- ήσυχος
- καλυμμένος
- απλός
- ανεπηρέαστος
- μετριόφρων
- υποτονικός
- αδιάφορος
- χωρίς έμφαση
- ασήμαντο
- ανεπιτήδευτος
- όχι φανταχτερό
- απρόσωπο
- αглуτισμένος
- συγκρατημένος
- ήρεμος
- διακριτικός
Nearest Words of catchy
Definitions and Meaning of catchy in English
catchy (s)
having concealed difficulty
likely to attract attention
catchy (a.)
Apt or tending to catch the fancy or attention; catching; taking; as, catchy music.
Tending to catch or insnare; entangling; -- usually used fig.; as, a catchy question.
Consisting of, or occuring in, disconnected parts or snatches; changeable; as, a catchy wind.
FAQs About the word catchy
ελκυστικός
having concealed difficulty, likely to attract attentionApt or tending to catch the fancy or attention; catching; taking; as, catchy music., Tending to catch or
εξαιρετικό,επιτακτικός,δραματικός,εντυπωσιακός,αισθητός,εξέχων,αξιοσημείωτος,εντυπωσιακός,συναρπαστικός,έντονος
Αδύναμος,κρυμμένος,διακριτικός,ασαφής,λεπτός,απαρατήρητος,Διακριτικός,ασήμαντος,κρυμμένο,συντηρητικός
catchwork => δουλειά με δίχτυα, catchword => σύνθημα, catchweight => βάρος ψαρέματος, catchweed => φιλανθή, catchwater => Υδάτινη τάφρος,