Greek Meaning of commanding

επιτακτικός

Other Greek words related to επιτακτικός

Definitions and Meaning of commanding in English

Wordnet

commanding (s)

used of a height or viewpoint

FAQs About the word commanding

επιτακτικός

used of a height or viewpoint

αρχηγός,πρώτο,ο σημαντικότερος,υψηλός,μόλυβδος,κορυφαία,πρωτεύον,διευθυντής,ηλικιωμένος, -η, -ο,Ανώτατος

βοηθητικός,δευτερόλεπτο,κατώτερος,τελευταίο,λιγότερο,λιγότερο,Χαμηλότερος,ταπεινός,δευτερεύων,υφιστάμενος

commandery => Ενάτη, commandership => διοίκηση, commander-in-chief => Ανώτατος διοικητής, commander in chief => Ανώτατος αρχηγός, commander => διοικητής,