Greek Meaning of principal
διευθυντής
Other Greek words related to διευθυντής
Nearest Words of principal
- princewood => Ξύλο πρίγκιπα
- princeton wordnet => WordNet του Πρίνστον
- princeton university => Πανεπιστήμιο Πρίνστον
- princeton => Πρίνστον
- princess royal => βασιλική πριγκίπισσα
- princess pine => Πεύκο του βουνού
- princess of wales => Πριγκίπισσα της Ουαλίας
- princess grace of monaco => πριγκίπισσα Γκρέις του Μονακό
- princess feather => Φτερό πριγκίπισσας
- princess diana => Πριγκίπισσα Νταϊάνα
- principal axis => Κύριος άξονας
- principal diagonal => Κύρια διαγώνιος
- principal investigator => κύριος ερευνητής
- principal sum => κεφάλαιο
- principality => Πριγκιπάτο
- principality of andorra => Πριγκιπάτο της Ανδόρας
- principality of liechtenstein => Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν
- principality of monaco => Πριγκιπάτο του Μονακό
- principally => κυρίως
- principalship => διεύθυνση σχολείου
Definitions and Meaning of principal in English
principal (n)
the original amount of a debt on which interest is calculated
the educator who has executive authority for a school
an actor who plays a principal role
capital as contrasted with the income derived from it
(criminal law) any person involved in a criminal offense, regardless of whether the person profits from such involvement
the major party to a financial transaction at a stock exchange; buys and sells for his own account
principal (s)
most important element
FAQs About the word principal
διευθυντής
the original amount of a debt on which interest is calculated, the educator who has executive authority for a school, an actor who plays a principal role, capit
αστέρι,επικεφαλής,μόλυβδος,Σούπερ σταρ,συνκύριος,συμπρωταγωνιστής,αφελής,Πρωταγωνίστρια,Πρωταγωνιστής,αστέρι της παράστασης
επιπλέον,υπαριθμητικός
princewood => Ξύλο πρίγκιπα, princeton wordnet => WordNet του Πρίνστον, princeton university => Πανεπιστήμιο Πρίνστον, princeton => Πρίνστον, princess royal => βασιλική πριγκίπισσα,