Greek Meaning of principality
Πριγκιπάτο
Other Greek words related to Πριγκιπάτο
- Τομέας
- περιοχή
- δουκάτο
- δουκάτο
- εμιράτο
- αυτοκρατορία
- βασίλειο
- βασίλειο
- Δημοκρατία
- κυρίαρχος
- σουλτανάτο
- Πόλη-κράτος
- αποικία
- Κοινοπολιτεία
- Δημοκρατία
- εξάρτηση
- δικτατορία
- εντολή
- Μικροκράτος
- Πολιτεία-νάνος
- μοναρχία
- Έθνος
- Εθνικό κράτος
- ολιγαρχία
- επαρχία
- φέουδο
- Φέουδο
- οικισμός
- Έδαφος
- κυρίαρχος
- Κράτος
- θεοκρατία
- Υποτελές κράτος
- Διαμέρισμα
- Χώρα
- Πατρίδα
- Μεγάλη δύναμη
- πατρίδα
- γη
- πατρίδα
- δύναμη
- Ναυτική δύναμη
- Κυριαρχία
- κυριαρχία
- υπερδύναμη
- Επίτροπος
- κράτος πρόνοιας
- Παγκόσμια δύναμη
Nearest Words of principality
- principal sum => κεφάλαιο
- principal investigator => κύριος ερευνητής
- principal diagonal => Κύρια διαγώνιος
- principal axis => Κύριος άξονας
- principal => διευθυντής
- princewood => Ξύλο πρίγκιπα
- princeton wordnet => WordNet του Πρίνστον
- princeton university => Πανεπιστήμιο Πρίνστον
- princeton => Πρίνστον
- princess royal => βασιλική πριγκίπισσα
- principality of andorra => Πριγκιπάτο της Ανδόρας
- principality of liechtenstein => Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν
- principality of monaco => Πριγκιπάτο του Μονακό
- principally => κυρίως
- principalship => διεύθυνση σχολείου
- principe => πρίγκιπας
- principen => αρχές
- principle => αρχή
- principle of equivalence => Αρχή ισοδυναμίας
- principle of liquid displacement => Αρχή της εκτόπισης υγρών
Definitions and Meaning of principality in English
principality (n)
territory ruled by a prince
FAQs About the word principality
Πριγκιπάτο
territory ruled by a prince
Τομέας,περιοχή,δουκάτο,δουκάτο,εμιράτο,αυτοκρατορία,βασίλειο,βασίλειο,Δημοκρατία,κυρίαρχος
No antonyms found.
principal sum => κεφάλαιο, principal investigator => κύριος ερευνητής, principal diagonal => Κύρια διαγώνιος, principal axis => Κύριος άξονας, principal => διευθυντής,