Greek Meaning of principality

Πριγκιπάτο

Other Greek words related to Πριγκιπάτο

Definitions and Meaning of principality in English

Wordnet

principality (n)

territory ruled by a prince

FAQs About the word principality

Πριγκιπάτο

territory ruled by a prince

Τομέας,περιοχή,δουκάτο,δουκάτο,εμιράτο,αυτοκρατορία,βασίλειο,βασίλειο,Δημοκρατία,κυρίαρχος

No antonyms found.

principal sum => κεφάλαιο, principal investigator => κύριος ερευνητής, principal diagonal => Κύρια διαγώνιος, principal axis => Κύριος άξονας, principal => διευθυντής,