Greek Meaning of domain
Τομέας
Other Greek words related to Τομέας
- περιοχή
- τμήμα
- Στοιχείο
- πεδίο
- βασίλειο
- βασίλειο
- σφαίρα
- περπατώ
- αρένα
- δικαιοδοσία
- βαρωνία
- επιχείρηση
- κύκλος
- φέουδο
- Πειθαρχία
- φέουδο
- Φέουδο
- στερέωμα
- μπροστά
- παιχνίδι
- γραμμή
- εκλογική περιφέρεια
- επαρχία
- Ειδικότητα
- Μελέτη
- θέμα
- Έδαφος
- Επικράτεια
- έκταση
- πλάτος
- πλάτος
- πυξίδα
- περιορίζω
- έκταση
- σύνορο
- επάγγελμα
- επάγγελμα
- καταδίωξη
- ρακέτα
- φτάνω
- εύρος
- Υποτομέας
- Υποειδίκευση
- σκουπίζω
- Χλοοτάπητας
- Κάλεσμα
- πλάτος
Nearest Words of domain
Definitions and Meaning of domain in English
domain (n)
a particular environment or walk of life
territory over which rule or control is exercised
(mathematics) the set of values of the independent variable for which a function is defined
people in general; especially a distinctive group of people with some shared interest
the content of a particular field of knowledge
domain (n.)
Dominion; empire; authority.
The territory over which dominion or authority is exerted; the possessions of a sovereign or commonwealth, or the like. Also used figuratively.
Landed property; estate; especially, the land about the mansion house of a lord, and in his immediate occupancy; demesne.
Ownership of land; an estate or patrimony which one has in his own right; absolute proprietorship; paramount or sovereign ownership.
FAQs About the word domain
Τομέας
a particular environment or walk of life, territory over which rule or control is exercised, (mathematics) the set of values of the independent variable for whi
περιοχή,τμήμα,Στοιχείο,πεδίο,βασίλειο,βασίλειο,σφαίρα,περπατώ,αρένα,δικαιοδοσία
No antonyms found.
domage => ζημιά, domableness => Δαμαστικότητα, domable => δαμάσιμος, dom pedro => Ντομ Πέδρο, dom => κύριος,