Greek Meaning of province
επαρχία
Other Greek words related to επαρχία
- περιοχή
- τμήμα
- Τομέας
- Στοιχείο
- πεδίο
- βασίλειο
- βασίλειο
- σφαίρα
- περπατώ
- αρένα
- δικαιοδοσία
- βαρωνία
- επιχείρηση
- κύκλος
- φέουδο
- Πειθαρχία
- φέουδο
- Φέουδο
- στερέωμα
- μπροστά
- παιχνίδι
- εκλογική περιφέρεια
- Ειδικότητα
- Μελέτη
- θέμα
- Έδαφος
- Επικράτεια
- έκταση
- πλάτος
- πλάτος
- πυξίδα
- περιορίζω
- έκταση
- σύνορο
- γραμμή
- επάγγελμα
- επάγγελμα
- καταδίωξη
- ρακέτα
- φτάνω
- εύρος
- Υποτομέας
- Υποειδίκευση
- σκουπίζω
- Χλοοτάπητας
- Κάλεσμα
- πλάτος
Nearest Words of province
- provincial => επαρχιακός
- provincial capital => Πρωτεύουσα επαρχίας
- provincialism => επαρχιωτισμός
- provincially => επαρχιακά
- proving ground => Δοκιμαστικός χώρος
- provirus => Πρόϊος
- provision => διάταξη
- provisional => προσωρινός
- provisional ira => προσωρινός ΙΡΑ
- provisional irish republican army => Προσωρινός Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός
Definitions and Meaning of province in English
province (n)
the territory occupied by one of the constituent administrative districts of a nation
the proper sphere or extent of your activities
FAQs About the word province
επαρχία
the territory occupied by one of the constituent administrative districts of a nation, the proper sphere or extent of your activities
περιοχή,τμήμα,Τομέας,Στοιχείο,πεδίο,βασίλειο,βασίλειο,σφαίρα,περπατώ,αρένα
No antonyms found.
provider => Πάροχος, providently => προνοητικά, providentially => σωτήρια, providential => θεόσταλτος, provident => προνοητικός,