Greek Meaning of provincially
επαρχιακά
Other Greek words related to επαρχιακά
- στενός
- ενοριακός
- ασήμαντος
- μικρός
- Αντιφιλελεύθερος
- νησιωτικός
- λιλιπούτειος
- μικρός
- Τετράγωνος
- ασήμαντος
- σεκταριστικός
- μικρόψυχος
- πεισματάρης
- προκατειλημμένος
- Φανατικός
- διαχωριστικός
- διακριτικός
- δογματικός
- δογματικός
- Ακίνητος
- άκαμπτος
- δυσανεκτός
- σιδεροδέσμιος
- ίκτερος
- περιορισμένος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- παλιομοδίτικος
- μονόπλευρος
- Γνώμη
- γνώμης
- μερικός
- μεροληπτικός
- προκατειλημμένος
- αντιδραστικός
- άκαμπτος
- σετ
- βαρετός
- Συντηρητικός
- συντηρητικός
- πνιγηρός
- Αγέλαστος
- αμετάπειστος
- εσφαλμένη
Nearest Words of provincially
- proving ground => Δοκιμαστικός χώρος
- provirus => Πρόϊος
- provision => διάταξη
- provisional => προσωρινός
- provisional ira => προσωρινός ΙΡΑ
- provisional irish republican army => Προσωρινός Ιρλανδικός Ρεπουμπλικανικός Στρατός
- provisionally => προσωρινά
- provisionary => προσωρινός
- provisioner => προμηθευτής
- provisions => διατάξεις
Definitions and Meaning of provincially in English
provincially (r)
by the province; through the province
FAQs About the word provincially
επαρχιακά
by the province; through the province
στενός,ενοριακός,ασήμαντος,μικρός,Αντιφιλελεύθερος,νησιωτικός,λιλιπούτειος,μικρός,Τετράγωνος,ασήμαντος
καθολικός,κοσμοπολίτης,φιλελεύθερος,ανοιχτό,δεκτικός,ανεκτικός,Μεγάλο πνεύμα,αμερόληπτος,ακομμάτιστος,Στόχος
provincialism => επαρχιωτισμός, provincial capital => Πρωτεύουσα επαρχίας, provincial => επαρχιακός, province => επαρχία, provider => Πάροχος,