Greek Meaning of petty
ασήμαντος
Other Greek words related to ασήμαντος
- μικρός
- στενός
- ενοριακός
- μικρός
- Αντιφιλελεύθερος
- νησιωτικός
- λιλιπούτειος
- Τετράγωνος
- μεροληπτικός
- ασήμαντος
- επαρχιακός
- άκαμπτος
- σεκταριστικός
- μικρόψυχος
- πεισματάρης
- προκατειλημμένος
- Φανατικός
- διαχωριστικός
- διακριτικός
- δογματικός
- δογματικός
- Ακίνητος
- άκαμπτος
- δυσανεκτός
- σιδεροδέσμιος
- ίκτερος
- περιορισμένος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- παλιομοδίτικος
- μονόπλευρος
- Γνώμη
- γνώμης
- μερικός
- προκατειλημμένος
- αντιδραστικός
- βαρετός
- Συντηρητικός
- συντηρητικός
- πνιγηρός
- Αγέλαστος
- αμετάπειστος
- εσφαλμένη
Nearest Words of petty
- petty apartheid => μικρότερο απαρτχάιντ
- petty bourgeoisie => Μικροαστισμός
- petty cash => ταμείο μικροποσών
- petty criticism => Τσιγγούνικη κριτική
- petty juror => Ένορκος
- petty jury => Επιτροπή ενόρκων
- petty larceny => Κλοπή
- petty morel => Μόρχελα των βοσκοτόπων
- petty officer => υπαξιωματικός
- petty spurge => Πουρνάρι
Definitions and Meaning of petty in English
petty (n)
larceny of property having a value less than some amount (the amount varies by locale)
petty (s)
inferior in rank or status
(informal) small and of little importance
contemptibly narrow in outlook
petty (superl.)
Little; trifling; inconsiderable; also, inferior; subordinate; as, a petty fault; a petty prince.
FAQs About the word petty
ασήμαντος
larceny of property having a value less than some amount (the amount varies by locale), inferior in rank or status, (informal) small and of little importance, c
μικρός,στενός,ενοριακός,μικρός,Αντιφιλελεύθερος,νησιωτικός,λιλιπούτειος,Τετράγωνος,μεροληπτικός,ασήμαντος
καθολικός,κοσμοπολίτης,φιλελεύθερος,ανοιχτό,δεκτικός,ανεκτικός,Μεγάλο πνεύμα,αμερόληπτος,ακομμάτιστος,Στόχος
petto => Πετό, pettitoes => πατσάς, pettishness => κακοχουμία, pettishly => πικρόχολα, pettish => γκρινιάρης,