Greek Meaning of ironbound
σιδεροδέσμιος
Other Greek words related to σιδεροδέσμιος
- Φανατικός
- Αντιφιλελεύθερος
- άκαμπτος
- νησιωτικός
- λιλιπούτειος
- στενός
- Τετράγωνος
- πεισματάρης
- πεισματάρης
- ενοριακός
- μεροληπτικός
- ασήμαντος
- ασήμαντος
- επαρχιακός
- άκαμπτος
- σεκταριστικός
- μικρός
- πεισματάρης
- αμετάπειστος
- εσφαλμένη
- προκατειλημμένος
- διαχωριστικός
- διακριτικός
- δογματικός
- δογματικός
- Ακίνητος
- δυσανεκτός
- ίκτερος
- μικρός
- παλιομοδίτικος
- μονόπλευρος
- γνώμης
- μερικός
- προκατειλημμένος
- αντιδραστικός
- σετ
- μικρόψυχος
- βαρετός
- Συντηρητικός
- συντηρητικός
- πνιγηρός
- με ορείχαλκο
- περιορισμένος
- Γνώμη
- Αγέλαστος
Nearest Words of ironbound
- ironbark tree => Ευκάλυπτος σιδερόφλοιος
- iron works => Σιδηρουργεία
- iron tree => δέντρο σίδηρος
- iron trap => σιδερένια παγίδα
- iron pyrite => Πυρίτης
- iron putty => Σιδερένιο στόκος
- iron perchloride => Χλωριούχο σίδηρο (ΙΙΙ)
- iron overload => Υπερφόρτωση σιδήρου
- iron out => σιδερώνω
- iron ore => σιδηρομετάλλευμα
Definitions and Meaning of ironbound in English
ironbound (a.)
Bound as with iron; rugged; as, an ironbound coast.
Rigid; unyielding; as, ironbound traditions.
FAQs About the word ironbound
σιδεροδέσμιος
Bound as with iron; rugged; as, an ironbound coast., Rigid; unyielding; as, ironbound traditions.
Φανατικός,Αντιφιλελεύθερος,άκαμπτος,νησιωτικός,λιλιπούτειος,στενός,Τετράγωνος,πεισματάρης,πεισματάρης,ενοριακός
καθολικός,κοσμοπολίτης,φιλελεύθερος,ανοιχτό,δεκτικός,ανεκτικός,Μεγάλο πνεύμα,αμερόληπτος,ακομμάτιστος,Στόχος
ironbark tree => Ευκάλυπτος σιδερόφλοιος, iron works => Σιδηρουργεία, iron tree => δέντρο σίδηρος, iron trap => σιδερένια παγίδα, iron pyrite => Πυρίτης,