Greek Meaning of ironed
Σιδερωμένο
Other Greek words related to Σιδερωμένο
- δαγκωμένος
- δεμένος
- αλυσοδεμένο
- αλυσοδεμένος
- στερεωμένο
- δεμένος
- χειροπέδες
- κουτσός
- δεμένος σαν γουρούνι
- μαστιγωμένος
- δεμένος με χειροπέδες
- καθηλωμένος
- ασφαλισμένος
- δεμένος
- δεμένος
- δεμένος
- Επισυναπτόμενος
- περιορισμένος
- περιορισμένος
- συγκρατημένος
- δεμένος
- δεμένος
- εμπόδισε
- παρεμποδισμένος
- παρεμποδισμένο
- προσχώρησε
- συνδεδεμένος
- περιορισμένος
- Δεσμευμένος
- περιορισμένος
- μπερδεμένος
- περιορισμένος
- μπερδεμένος
Nearest Words of ironed
Definitions and Meaning of ironed in English
ironed (a)
(of linens or clothes) smoothed with a hot iron
ironed (imp. & p. p.)
of Iron
FAQs About the word ironed
Σιδερωμένο
(of linens or clothes) smoothed with a hot ironof Iron
δαγκωμένος,δεμένος,αλυσοδεμένο,αλυσοδεμένος,στερεωμένο,δεμένος,χειροπέδες,κουτσός,δεμένος σαν γουρούνι,μαστιγωμένος
ελευθερωμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,χαλαρός,κυκλοφόρησε,διασωθεί,ελεύθερος,Απελευθερωμένος,Αδεσμευτος,αποσπασμένος
ironclad => θωρηκτό, iron-cased => Σιδερένιος, ironbound => σιδεροδέσμιος, ironbark tree => Ευκάλυπτος σιδερόφλοιος, iron works => Σιδηρουργεία,