Greek Meaning of ironed

Σιδερωμένο

Other Greek words related to Σιδερωμένο

Definitions and Meaning of ironed in English

Wordnet

ironed (a)

(of linens or clothes) smoothed with a hot iron

Webster

ironed (imp. & p. p.)

of Iron

FAQs About the word ironed

Σιδερωμένο

(of linens or clothes) smoothed with a hot ironof Iron

δαγκωμένος,δεμένος,αλυσοδεμένο,αλυσοδεμένος,στερεωμένο,δεμένος,χειροπέδες,κουτσός,δεμένος σαν γουρούνι,μαστιγωμένος

ελευθερωμένος,απελευθερωμένος,απελευθερωμένος,χαλαρός,κυκλοφόρησε,διασωθεί,ελεύθερος,Απελευθερωμένος,Αδεσμευτος,αποσπασμένος

ironclad => θωρηκτό, iron-cased => Σιδερένιος, ironbound => σιδεροδέσμιος, ironbark tree => Ευκάλυπτος σιδερόφλοιος, iron works => Σιδηρουργεία,