Greek Meaning of hindered
παρεμποδισμένος
Other Greek words related to παρεμποδισμένος
- αποδεκτός
- αποδεκτό
- επιτρεπόμενο
- επιτρεπόμενο
- κατάλληλος
- εγκρίθηκε
- εξουσιοδοτημένος
- ανεκτός
- πιστοποιημένο
- ενέκρινε
- υποφερτός
- νόμιμος
- νόμιμο
- νόμιμος
- αδειοδοτημένος
- εντάξει
- επιτρεπτός
- επιτρεπτικό
- επιτρεπτός
- ανεκτός
- πιστοποιημένο
- ενθάρρυνε
- χορηγήθηκε
- εγκεκριμένος
- Υποχρεωτικό
- εντάξει
- κατάλληλος
- απαιτούμενο
- κυρώσεις
- ανεκτός
- κατάλληλος
- υποστηριζόμενος
- vouchsafed
- εγγυημένος
- διέταξε
- προαγόμενος
- παραχωρημένο
- ανεχόμενος
- παραγγελθέντα
- πρέπουσα
- ανεκτή
- αναντίρρητος
- Αντιληπτό
- ανέχθηκε
Nearest Words of hindered
Definitions and Meaning of hindered in English
hindered (imp. & p. p.)
of Hinder
FAQs About the word hindered
παρεμποδισμένος
of Hinder
αποκλεισμένο,Εξαιρούμενος,παρεμποδισμένο,εμπόδισαν,σταμάτησε,αποκλείστηκε,εμπόδισε,απαγορεύεται,απορριφθείς,απορριπτόμενος
αποδεκτός,αποδεκτό,επιτρεπόμενο,επιτρεπόμενο,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,ανεκτός,πιστοποιημένο,ενέκρινε
hinderance => εμπόδιο, hinder => εμποδίζω, hindenburg => Χίντενμπουργκ, hindemith => Χίντεμιθ, hindbrain => Εγκέφαλος,