Greek Meaning of brooked
ανεχόμενος
Other Greek words related to ανεχόμενος
- αποδεκτό
- επιτρεπόμενο
- κατάλληλος
- εγκρίθηκε
- εξουσιοδοτημένος
- ενέκρινε
- χορηγήθηκε
- νόμιμος
- νόμιμος
- εντάξει
- επιτρεπτός
- κυρώσεις
- υποστηριζόμενος
- vouchsafed
- διέταξε
- Αντιληπτό
- ανέχθηκε
- προαγόμενος
- αποδεκτός
- παραχωρημένο
- πιστοποιημένο
- ανεκτός
- πιστοποιημένο
- ενθάρρυνε
- υποφερτός
- εγκεκριμένος
- νόμιμο
- αδειοδοτημένος
- Υποχρεωτικό
- εντάξει
- παραγγελθέντα
- απαιτούμενο
- ανεκτός
- ανεκτή
- αναντίρρητος
- εγγυημένος
- επιτρεπόμενο
- επιτρεπτός
- επιτρεπτικό
- κατάλληλος
- πρέπουσα
- ανεκτός
- κατάλληλος
Nearest Words of brooked
Definitions and Meaning of brooked in English
brooked (imp. & p. p.)
of Brook
FAQs About the word brooked
ανεχόμενος
of Brook
αποδεκτό,επιτρεπόμενο,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,ενέκρινε,χορηγήθηκε,νόμιμος,νόμιμος,εντάξει
αποκλεισμένος,απαγορευμένος,απαράδεκτος,ανυπόφορος,απαγορευμένος,απαγορευμένη,Ταμπού,απαράδεκτο,ανυπόφορος,απαγορευμένο
brooke => Μπρουκ, brook trout => Πέστροφα βουνού, brook thistle => Άκάνθα του βάλτου, brook mint => ρέμα mint, brook => Ρέμα,