Greek Meaning of brooked

ανεχόμενος

Other Greek words related to ανεχόμενος

Definitions and Meaning of brooked in English

Webster

brooked (imp. & p. p.)

of Brook

FAQs About the word brooked

ανεχόμενος

of Brook

αποδεκτό,επιτρεπόμενο,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,ενέκρινε,χορηγήθηκε,νόμιμος,νόμιμος,εντάξει

αποκλεισμένος,απαγορευμένος,απαράδεκτος,ανυπόφορος,απαγορευμένος,απαγορευμένη,Ταμπού,απαράδεκτο,ανυπόφορος,απαγορευμένο

brooke => Μπρουκ, brook trout => Πέστροφα βουνού, brook thistle => Άκάνθα του βάλτου, brook mint => ρέμα mint, brook => Ρέμα,