Greek Meaning of barred

αποκλεισμένος

Other Greek words related to αποκλεισμένος

Definitions and Meaning of barred in English

Wordnet

barred (s)

preventing entry or exit or a course of action

marked with stripes or bands

Webster

barred (imp. & p. p.)

of Bar

FAQs About the word barred

αποκλεισμένος

preventing entry or exit or a course of action, marked with stripes or bandsof Bar

ριγέ,Λωρίδων,ριγέ,Ενσύρματο

αποδεκτός,αποδεκτό,πιστοποιημένο,επιτρεπόμενο,επιτρεπόμενο,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,πιστοποιημένο,ενέκρινε

barratrous => επικίνδυνος, barrator => Παρακολαούθος, barrater => ανταλλαγή, barras => Μπαράς, barranquilla => Μπαρανκίγια,