Greek Meaning of condoned

Αντιληπτό

Other Greek words related to Αντιληπτό

Definitions and Meaning of condoned in English

condoned

to regard or treat (something bad) as acceptable, forgivable, or harmless, to pardon or overlook voluntarily, to regard or treat (something bad or blameworthy) as acceptable, forgivable, or harmless

FAQs About the word condoned

Αντιληπτό

to regard or treat (something bad) as acceptable, forgivable, or harmless, to pardon or overlook voluntarily, to regard or treat (something bad or blameworthy)

αποδεκτό,κατάλληλος,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,ενέκρινε,χορηγήθηκε,επιτρεπτός,κυρώσεις,υποστηριζόμενος,ανέχθηκε

αποκλεισμένος,απαγορευμένος,απαράδεκτος,απαγορευμένος,απαγορευμένη,απαγορευμένο,παράνομος,παράνομος,ακατάλληλος,ακατάλληλος

condonations => συγχωρέσεις, condonable => συγχωρήσιμος, condominiums => κατοικίες, condominia => συγκυριαρχίες, condoling => συλλυπητήριος,