Greek Meaning of tolerated

ανεκτή

Other Greek words related to ανεκτή

Definitions and Meaning of tolerated in English

Webster

tolerated (imp. & p. p.)

of Tolerate

FAQs About the word tolerated

ανεκτή

of Tolerate

αποδεκτός,επιτρεπόμενο,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,επιτρεπτός,επιτρεπτός,ενθάρρυνε,ενέκρινε,εγκεκριμένος,δικαιολογημένος

αμυντικός,απαράδεκτος,αβάσταχτος,ανυπόφορος,ανυπόφορος,Ασυγχώρητο,αδικαιολόγητο,ασυγχώρητος,αδικαιολόγητο,αποτρόπαιος

tolerate => ανέχομαι, tolerantly => με ανεκτικότητα, tolerant => ανεκτικός, tolerance => ανεκτικότητα, tolerabolity => ανοχή,