Greek Meaning of inexcusable

απαράδεκτος

Other Greek words related to απαράδεκτος

Definitions and Meaning of inexcusable in English

Wordnet

inexcusable (a)

without excuse or justification

Wordnet

inexcusable (s)

not excusable

Webster

inexcusable (a.)

Not excusable; not admitting excuse or justification; as, inexcusable folly.

FAQs About the word inexcusable

απαράδεκτος

without excuse or justification, not excusableNot excusable; not admitting excuse or justification; as, inexcusable folly.

αμυντικός,σκανδαλώδης,απαράδεκτο,Ασυγχώρητο,αδικαιολόγητο,ασυγχώρητος,αποτρόπαιος,Φρικτός,σκληρός,εξαιρετικά κακός

αποδεκτός,αμυντικός,δικαιολογημένος,νόμιμο,συγγνωστός,επιτρεπτός,ανεκτός,εγκρίθηκε,εξουσιοδοτημένος,ενέκρινε

inexcitable => ανερέθιστος, inexcitability => ανανερέθιστοτητα, ανερέθιστοτητα, inexactness => Ανακρίβεια, inexactly => ανακριβώς, inexactitude => Ανακρίβεια,