Greek Meaning of gross
αηδιαστικός
Other Greek words related to αηδιαστικός
- Βρόμικος
- φάουλ
- βρώμικο
- άσεμνος
- χυδαίος
- προσβλητικός
- άσεμνος
- μπλε
- Ευρύς
- Χοντρός
- ακατέργαστος
- υδρορροή
- Ακάθαρτος
- απρεπής
- αποδυτήρια
- άτακτος
- αποκρουστικός
- προσβλητικό
- βέβηλος
- άσεμνος
- χυδαίος
- άσεμνος
- υποδηλωτικός
- χυδαίος
- απαράδεκτο
- ανεπιθύμητος
- δυσάρεστος
- Μη εκτυπώσιμο
- ανεπιθύμητο
- αυθαίρετος
- αποτρόπαιος
- Φρικτός
- αγρόκτημα
- χρεωστικός
- κατηγορητέος
- άξιος μομφής
- χονδρόκοκκο
- ταπεινωτικός
- διεστραμμένος
- απεχθής
- γήινος
- Εξαιρετικός
- Γιγαρτάδικος
- παιχνιδιάρικο
- άσεμνος
- απρεπής
- άσεμνος
- περιβόητος
- σγουρός
- αποκρουστικός
- Ύποπτος
- Χαμηλός
- αξιόμεμπτος
- απενεργοποιημένος
- Απρεπής
- διεστραμμένος
- διεστραμμένος
- πικάντικο
- απωθητικό
- απωθητικό
- κατακριτέος
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- Φριβολος
- αλμυρός
- εσχατολογικός
- σκανδαλοθηρικός
- μαλακός
- ελάφι
- άπρεπος
- Ανεπιθύμητος
- κακός
- άσεμνος
- Ρισκάδο
- Ακατάλληλο για ανηλίκους
- αποδεκτός
- κατάλληλος
- Καθαρός
- Σωστό
- αξιοπρεπής
- ακίνδυνος
- ωραίο
- ευγενικός
- μωροφιλόδοξος
- σφιγμένος
- κατάλληλος
- Πουριτανικός
- πουριτανικός
- σεβαστός
- σοβαρός
- βικτοριανός
- υγιεινός
- ευχάριστος
- γινόμενος
- ευπρεπής
- επιθυμητός
- κατάλληλο
- ζωηρός
- άμωμος
- ακίνδυνος
- συναντώ
- τέλειο
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- καθαρός
- πρέπουσα
- Συντηρητικός
- συντηρητικός
- κατάλληλος
- Καλώς ήρθατε (Kalos orisate)
- Κατάλληλη για όλες τις ηλικίες
- μη άσεμνος
- εγκρίθηκε
- ενέκρινε
- κυρώσεις
- άψογος
- παρθενικός
Nearest Words of gross
- gross anatomy => Μακροσκοπική ανατομία
- gross domestic product => ΑΕΠ
- gross estate => Μικτό ακίνητο
- gross margin => μικτό κέρδος
- gross national product => Ακαθάριστο εθνικό προϊόν
- gross out => αποκρουστικός
- gross profit => μικτό κέρδος
- gross profit margin => Mεικτό περιθώριο κέρδους
- gross revenue => Ακαθάριστα έσοδα
- gross sales => Ακαθάριστα έσοδα
Definitions and Meaning of gross in English
gross (n)
twelve dozen
the entire amount of income before any deductions are made
gross (v)
earn before taxes, expenses, etc.
gross (a)
before any deductions
gross (s)
lacking fine distinctions or detail
repellently fat
visible to the naked eye (especially of rocks and anatomical features)
without qualification; used informally as (often pejorative) intensifiers
conspicuously and tastelessly indecent
conspicuously and outrageously bad or reprehensible
gross (superl.)
Great; large; bulky; fat; of huge size; excessively large.
Coarse; rough; not fine or delicate.
Not easily aroused or excited; not sensitive in perception or feeling; dull; witless.
Expressing, Or originating in, animal or sensual appetites; hence, coarse, vulgar, low, obscene, or impure.
Thick; dense; not attenuated; as, a gross medium.
Great; palpable; serious; vagrant; shameful; as, a gross mistake; gross injustice; gross negligence.
Whole; entire; total; without deduction; as, the gross sum, or gross amount, the gross weight; -- opposed to net.
gross (a.)
The main body; the chief part, bulk, or mass.
gross (sing. & pl.)
The number of twelve dozen; twelve times twelve; as, a gross of bottles; ten gross of pens.
FAQs About the word gross
αηδιαστικός
twelve dozen, the entire amount of income before any deductions are made, earn before taxes, expenses, etc., before any deductions, lacking fine distinctions or
Βρόμικος,φάουλ,βρώμικο,άσεμνος,χυδαίος,προσβλητικός,άσεμνος,μπλε,Ευρύς,Χοντρός
αποδεκτός,κατάλληλος,Καθαρός,Σωστό,αξιοπρεπής,ακίνδυνος,ωραίο,ευγενικός,μωροφιλόδοξος,σφιγμένος
groschen => Γκρόσι, grosbeak => Περιστέρι, gros ventre => Γκρος βεντρ, gros point => Πλεκτή τετραγωνισμένη γιαγιά, gros => Χοντρός,