Greek Meaning of puritanical
πουριτανικός
Other Greek words related to πουριτανικός
Nearest Words of puritanical
- puritanically => πουριτανικά
- puritanism => πουριτανισμός
- purity => αγνότητα
- purkinje => Νήματα Πούρκινιε
- purkinje cell => Κύτταρο Πουρκίνιε
- purkinje fiber => Ίνες Purkinje
- purkinje network => δίκτυο Purkinje
- purkinje's system => Σύστημα Purkinje
- purkinje's tissue => Ινώσεις του Πουρκινιέ
- purl => κορδονές
Definitions and Meaning of puritanical in English
puritanical (a)
of or relating to Puritans or Puritanism
puritanical (s)
exaggeratedly proper
morally rigorous and strict
FAQs About the word puritanical
πουριτανικός
of or relating to Puritans or Puritanism, exaggeratedly proper, morally rigorous and strict
βικτοριανός,ηθικός,σφιγμένος,κατάλληλος,Πουριτανικός,Συντηρητικός,συντηρητικός,πουριτανικός,αξιοπρεπής,ζωηρός
κακός,ανήθικος,ακατάλληλος,απρεπής,χαλαρός,απελευθερωμένος,χαλαρός,επιτρεπτικό,κακός,διεφθαρμένος
puritanic => πουριτανικός, puritan => πουριτανός, purist => πουρίστας, purism => πουρισμός, purinethol => πουρινεθόλη,