Greek Meaning of purist
πουρίστας
Other Greek words related to πουρίστας
Nearest Words of purist
Definitions and Meaning of purist in English
purist (n)
someone who insists on great precision and correctness (especially in the use of words)
FAQs About the word purist
πουρίστας
someone who insists on great precision and correctness (especially in the use of words)
φανατικός,εθνικιστής,φανατικός,Δογματικός,δογματικός,μεροληπτικός,αντάρτης,σεκταριστικός,Πιασικράνος,σοβινιστής
ελεύθερος στοχαστής,φιλελεύθερος,Λατιτουδινάριος
purism => πουρισμός, purinethol => πουρινεθόλη, purine => Πουρίνη, purim => Πουρίμ, purifying => καθαριστικός,