FAQs About the word dogmatizer

δογματιστής

One who dogmatizes; a bold asserter; a magisterial teacher.

δογματικός,μεροληπτικός,σεκταριστικός,φανατικός,φανατικός,εθνικιστής,αντάρτης,σοβινιστής,Δογματικός,εθνικιστής

ελεύθερος στοχαστής,φιλελεύθερος,Λατιτουδινάριος

dogmatized => δογματισμένος, dogmatize => δογματοποιέω, dogmatist => δογματικός, dogmatism => Δογματισμός, dogmatise => δογματίζω,