Greek Meaning of dogmaticalness
Δογματισμός
Other Greek words related to Δογματισμός
Nearest Words of dogmaticalness
Definitions and Meaning of dogmaticalness in English
dogmaticalness (n.)
The quality of being dogmatical; positiveness.
FAQs About the word dogmaticalness
Δογματισμός
The quality of being dogmatical; positiveness.
αμετάπειστος,Δογματικός,Γνώμη,γνώμης,Γνώμη,πεισματάρης,Ποντιφικός,άκαμπτος,πεισματάρης,αδαμάντινος
Λατιτουδινάριος,αδίδακτος,Ευρύχωρος,ανοιχτό,ανοιχτόμυαλος,δεκτικός,αδόγματος
dogmatically => δογματικά, dogmatical => δογματικός, dogmatic => δογματικός, dogmata => δόγματα, dogmas => δόγματα,