Greek Meaning of undogmatic
αδίδακτος
Other Greek words related to αδίδακτος
Nearest Words of undogmatic
Definitions and Meaning of undogmatic in English
undogmatic (s)
unwilling to accept authority or dogma (especially in religion)
FAQs About the word undogmatic
αδίδακτος
unwilling to accept authority or dogma (especially in religion)
Ευρύχωρος,Λατιτουδινάριος,ανοιχτόμυαλος,δεκτικός,αδόγματος,ανοιχτό
Δογματικός,δογματικός,δογματικός,Γνώμη,Ποντιφικός,αμετάπειστος,αδαμάντινος,πεισματάρης,πεισματάρης,αμείλικτος
undoer => αναμορφωτής, undocumented => ατεκμηρίωτο, undock => αποδέσμευση, undoable => ανέφικτο, undo => αναίρεση,