Greek Meaning of mulish

πεισματάρης

Other Greek words related to πεισματάρης

Definitions and Meaning of mulish in English

Wordnet

mulish (s)

unreasonably rigid in the face of argument or entreaty or attack

Webster

mulish (a.)

Like a mule; sullen; stubborn.

FAQs About the word mulish

πεισματάρης

unreasonably rigid in the face of argument or entreaty or attackLike a mule; sullen; stubborn.

αμετάπειστος,πεισματάρης,αδαμάντινος,πεισματάρης,αποφασισμένος,επίμονος,σκληρός,σκληρυμένο,πεισματάρης,σκληροτράχηλος

συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,συμβατός,υπάκουος,ευέλικτος,υπάκουος,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος,δεκτικός

mulierty => Θηλυκότητα, mulierosity => Δεν είναι διαθέσιμο, mulierose => φλύαρος, mulierly => θηλυκότητα, mulier => γυναίκα,